αλιστρεπτος

αλιστρεπτος
    ἁλίστρεπτος
    ἁλί-στρεπτος
    2
    бросаемый морскими волнами
    

(ναῦς Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλιστρεπτος" в других словарях:

  • αλίστρεπτος — ἁλίστρεπτος, ον (Α) ο ἁλίπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στρεπτός < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιστρέπτου — ἁλίστρεπτος sea tossed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»